11 Σεπ 2010

Ο Τρύγος

foto:© Rivera Diego
Ήταν ακόμη χειμώνας, όταν με ξύπνησε η γιαγιά μου πριν καλά καλά φέξη ο ήλιος για να πάμε στα αμπέλια. Ήπιαμε λοιπόν το πρωινό καφεδάκι μας, φορέσαμε τα εργατικά μας, άρπαξα τα κλειδιά του αμαξιού και φύγαμε.

Χαράματα σχεδόν, φθάσαμε στο αμπέλι. Οι ακτίνες του ήλιου ότι που πιάσαν να ξυπνούν το πρόσωπό μου. Ο ήλιος έπιασε να ανατέλλει, χαμένος πίσω απ’τα σύννεφα.Μια δροσοσταλίδα κινήθηκε δειλά πάνω στο κλαδί. Στο βρεγμένο χώμα από το αγιάζι ένα μυρμήγκι, που να πηγαίνει άραγε; Τι ωραία που είναι εδώ έξω! Και τα ξερόκλαδα δείχνουν τόσο όμορφα!Μεταξύ ουρανού και γης, οι δυο μας έχοντας συντροφιά τον ελεύθερο άνεμο.

Ξαφνιάστηκα.

Που ήταν οι υπόλοιποι; Να σου και ερχόντουσαν αραιά και πού χωριανοί καβάλα στα γαιδουράκια τους, να παν και αυτοί για κλάδεμα.

Ήρθε η ώρα να κλαδέψουμε. Να κόψουμε τα άχρηστα κλαδιά, να κοντύνουμε τα υπόλοιπα.

Να βλέπατε την γιαγιά μου την ώρα που κλάδευε. Σιωπηλή και συγκεντρωμένη με όλη την προσοχή της στη δουλειά. Στο ένα της χέρι το κλαδευτήρι και με το άλλο να διαλέγει πια κλαδιά έπρεπε να αφαιρεθούν και πια να κοντύνουν.

Χρατς , χρουτς έκοβε. Την βοήθησα και γω. Πάντα όμως υπό την επίβλεψη της, μην τυχόν κάνω κάποια λάθος κίνηση. Πήρα την ψαλίδα, και ξεκίνησα να κλαδεύω.

Όλο πρόσεχε μου έλεγε.

-Έλα να σου πώ κάποια μυστικά, γιατί 'σαι μικρός και πρέπει να μαθαίνεις.

Στα κλήματα που 'ναι για κρασοστάφυλα, θα αφήκεις 3 με 4 κληματόβεργες (ανάλογα το φυτό) και η κάθε μια να'χει 3 μάτια απ’το παλιό.

Στα σουρτανιά πού'ναι για σταφίδα και γλυκό θα αφήκεις 5 μάτια για να κάμει σταφύλια.Θα αφήνεις και ένα βουβό.

Μην πολύ καταλαβαίνοντας, συνέχυσα προσεκτικός.

Όταν τέλειωσε το κλάδεμα, άρχισε το αδεσκάφισμα. Αυτό ήταν ποιο κουραστικό.

Έπρεπε να καθαρίσουμε όλες τις κροβούλες γύρω-γύρω, απ’τα χορτάρια και να σχηματίσουμε μικρά αναχώματα μεταξύ των φυτών. Έτσι, το νερό της βροχής θα συγκεντρώνονταν και θα έφθανε εύκολα στις ρίζες του αμπελιού.

Και θα τους έκανε καλό.

Γκαπ, γκουπ τσαπίζαμε τ’αμπέλι. Έκανε κι'ένα κρύο!

Δεν ένιωθα τα μαγουλά μου, τα χέρια παγωμένα!

Το Μάρτη ακολουθούσε το μπενοφύλισμα. Πρωινό ξύπνημα πάλι.

Το κόψιμο τον άχρηστων κλαδιών, τις μπένες.

Η γιαγιά μπροστά πάλι , ξεκίνησε να κόβει. Ετούτη τη φορά όμως με τα χέρια και με μια ταχύτητα. Βλέπετε εκείνη γνώριζε, από μικρή μέσα στα χωράφια.

Με την ολοκλήρωση του μπενοφυλίσματος, να ψεκάσουμε με γαλαζόπετρα.

Να προστατευτούν τα κλήματα από ασθένειες και διάφορα ζιζάνια.

Τον Ιούνιο πια να πάμε να σουρφανήμε. Να διαλέξουμε μέρα που να έχει γαλήνη. Αλλιώς δεν θα κατακαθόταν το σούρφανο στα φύλλα.

Επιτέλους.

Σεπτέμβρης τώρα πια, έφθασε η στιγμή που περιμέναμε, η αμοιβή του αμπελουργού.

Πηγαίνοντας στ’αμπέλι συναντηθήκαμε με άλλους. Πήγαιναν κι αυτοί στα αμπέλια.

Τι να σας πω!

Γέμισε ο Μέσαργος τρυγητάδες, ομιλίες, φωνές, γέλια και τραγούδια!

Χαμός!

Όλο το χωριό ανάστατο, τρυγούν τον πολύτιμο αυτό καρπό, ώριμος κι έτοιμος για πάτημα, να δώσει το μούστο. Εκείνο το κόκκινο, παχύρευστο χυμό που θα γίνει κρασί.

Όλοι με ψαλίδες, κλαδευτήρια, σουγιάδες και λεπίδες να κόβουν τα τσαμπιά και να γεμίζουν σιγά-σιγά τα τρυγοκόφινα.

Η φετινή χρονιά δεν ήταν τόσο παραγωγική. Η ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία δεν τα ευνόησε. Οι κροβούλες μαραμένες, οι ρώγες σταφιδιασμένες.

Διαλέξαμε καλά τσαμπιά σουρτανιά, για γλυκό.

Καθαρίσαμε τα υπόλοιπα τσαμπιά απ'τις σάπιες ρώγες και τα ξερόφυλλα.

Φέτος, δεν τα 'λιάσαμε γιατί ήταν μαραμένα.Πήγαμε τα κοφίνια στη φάμπρικα να ξεκινήσει το πάτημα.

Από την προηγουμένη είχαμε καθαρίσει τα βαρέλια που θα βάζαμε το μούστο. Αδειάσαμε το μούστο στα βαρέλια. Εκεί θα μείνει κάμποσες μέρες,να βράσει. Κι όταν ολοκληρώσει την ζύμωση, να το μεταγκείμε στους μπουσέδες.

Να παραμείνει πλέον εκεί να ψηθεί, να γίνει μυρωδάτο και λαμπερό μέχρι την πρώτη δοκιμή που γίνεται των Ταξιαρχών 8 Νοεμβρίου.

Στο κελάρι της γιαγιάς όλα τακτοποιημένα. Το κάθε πράμα έχει τη θέση του. Τίποτα δεν λείπει. Πολύ ωραία.

Νομίζεται πως όλα τέλειωσαν εδώ;

Πριν αρχίσει ο μούστος να βράζει, έπρεπε να φτιάξουμε την μουσταλευριά.

Όλοι φτιάχνουν μουσταλευριά, να στείλει ο ένας στον άλλο για να ευχηθούν και του χρόνου.

Έτσι πάλι, η γιαγιά γέμισε ένα μπιντονάκι μούστο κι έφυγε αμέσως να τον βράσει στη φωτιά.

Χρειάζομαι ασπρόχωμα, μου είπε. Για να ξεβράσει.

Η φωτιά ανάβει.

Έφυγα και γω και πήγα αμέσως στο κελάρι και τις έφερα ένα πιάτο.

Το χα φυλαγμένο επίτηδες!

Και η περιέργεια μου όλο και μεγάλωνε. Πως το κάνει τώρα αυτό;

Έβραζε ο μούστος, έριξε το ασπρόχωμα και ξεκίνησε το ξάφρισμα.

Όταν ετοιμάστηκε έριξε και το αλεύρι και ανακάτευε.

Έριξε το χυλό στα πιατάκια να κρυώσουν.

Αλλά γρήγορα την περιεργειά μου, την έσβησε η γλυκιά γεύση της μουσταλευριάς.

Ξεκίνησε να φτιάχνει το γλυκό.

-Τρέχα να καθαρίεις κανα πιάτο μύγδαλα, φώναξε η γιαγιά.

Να πάω να τα καθαρίσω και μετά εκείνη με την σειρά της να τα βουτήξει στο βραστό νερό, να τα ξεφλουδίσει για το γλυκό.

Απ'το κελάρι η μυρωδιά του μούστου που σιγοβράζει και γίνεται κρασί.

Απ'τη σάλα η μπερδεμένη μυρωδιά της κανέλλας πάνω στη μουσταλευριά.

Απ'το μαγειρειό να σου σπάει την μύτη το γλυκό σταφύλι.

Τι ωραίες μέρες! Το σπίτι γιομάτο λιχουδιές και καλούδια φτιάχνοντας έτσι την ψυχική μας διάθεση.

Εμένα όμως όσο περνάει ο καιρός, ο νους μου θα είναι στο αμπέλι, εκεί στο κόψιμο των σταφυλιών. Να θυμάμαι φωνές από το παρελθόν, δημιουργώντας μου αλλόκοτα συναισθήματα.

Θα σκέφτομαι τις κρύες μέρες του χειμώνα και θα χαμογελάω.

Θα μετράω πάλι μήνες, να περάσει ο χρόνος, να βρεθούμε όλοι ξανά στο τρύγο.

Και του χρόνου να είμαστε καλά, να ανταμώσουμε πάλι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου