28 Ιουν 2010

Παρουσίαση ημερολογίου "Μεστά"

26/06/2010

Αγαπητοί μου,


Το να παρουσιάσει κανείς ένα ημερολόγιο,που μια καλλιτέχνης και μια λαϊκή ποιήτρια το κοσμούν,η κάθε μια με τον δικό της χρωστήρα, είναι τιμή.Κι η τιμή γίνεται μεγαλύτερη όταν οι συντελεστές του αγαπούν τον τόπο και το δείχνουν,αγαπούν την ιστορία της πατρίδας τους και το δείχνουν.


Εδώ ο στόχος της Καλλιόπης Αργυρούδη και της Ελένης Διακογεωργάκη δεν είναι η αυτοπροβολή , αλλά η προβολή κάποιων στοιχείων,τα οποία μας έμειναν παρακαταθήκη από τους απογόνους μας.Είναι η προβολή της αγωνίας τους για την παράδοση, τη ντόπια παράδοση.


Εδώ, στον τομέα της ζωγραφικής, φαίνεται η καλλιτέχνης που έβαλε σερμάγια την ομορφιά της ψυχής της, για να επιλέξει και να καταγράψει με μολύβι και κάρβουνο το λαογραφικό υλικό, που πλουμίζει το χωριό και το ημερολόγιο.


Μια εικόνα, χίλια λόγια. Πολλές εικόνες;


Καλοί μου,

Αν κάποτε κλείσουμε την πόρτα στην ιστορία, στην πίστη, στην παράδοση, ανοίγουμε αυτόματα μια άλλη, για να μπει ο εκφυλισμός και η διάλυση.Οι συνέπειες είναι παρόμοιες με εθνική υποδούλωση.

Κάποτε ένας γεροντάκος απ’τα Μεστά με πήρε απ’το χέρι. Πάνε πολλά χρόνια.Ξώμαχος, υπέργηρος πια, πάλευε με τη φθορά και το θάνατο.Όχι τον δικό του.Της παράδοσης.Και παράδοση είναι η ιστορία του τόπου.Κι είναι ο τόπος η ιστορία της ζωής.Της δικής του της ζωής. Των πατεράδων και των παππούδων του.Πέτρες και χώματα ζυμωμένα με ιδρώτα και αίμα.Και δικό του ιδρώτα, δικό του αίμα.

Μου έγινε ο ίδιος ξεναγός. «Έλα, μου λέει, πάμε. Κοίτα τους δρόμους του χωριού. Αριστερά και δεξιά σπίτια. Τα βλέπεις; Αλλάξανε, γιέ μου, αλλάξανε.Σαν πόσα χρόνια πέρασαν!

Κάτω ο στάβλος , το κελάρι, ο αχερώνας. Σε κάποια σπίτια κι η κουζίνα».Προχωράει. Στο δεξί χέρι κρατά ένα χοντρό κλειδί. Στα πόδια και στη μέση του σουλατσάρουν οι πόνοι. «Τι να σου κάμουνε και τούτα! Τόσα χρόνια σηκώνουνε και πηγαινοφέρνουν ολάκερο κορμί!».


Δείχνει κάπου ψηλά. «Εδώ ήτανε το καλό μας σπίτι. Πόσοι και πόσοι δεν περάσανε απο’δώ! Γιορτές και Χριστούγεννα κι Απόκριες και Πάσχα. Γάμοι, βαφτίσια και κηδείες όλα εδώ. Ανάκατα όλα , ρούσικη σαλάτα. Σούμα, κρασί, χαρές και πίκρες και καλή καρδιά. Ακούς , γιέ μου! Ναι , και καλή καρδιά».


Έβαλε το χοντρό κλειδί στην κλειδαριά , άνοιξε και μ’ανέβασε απτην πέτρινη σκάλα στα πάνω δωμάτια. Μέσα στα κουφάρια των δωματίων κάποτε κυλούσε μια γνήσια , πολυτάραχη και κακοτράχαλη ζωή. Στο κοίταγμα των χώρων αισθάνθηκα την πνοή των ανθρώπων να κινείται μες στο μεδούλι μου. Κάποιες τέτοιες στιγμές ο κριτής της ομορφιάς και της ασχήμιας είναι μέσα μας.

Αυτός προστάζει κι εμείς υποτασσόμαστε.


«Μια φορά κι ένα καιρό…» Έτσι αρχίζουν τα παραμύθια.Παραμύθια με πανώριες, κακές μάγισσες, έθιμα και ξωτικά, που αργοπεθαίνουν κι αφήνουν πίσω μνημούρι και ενθύμηση.

Μόνο.


Όλα έχουνε αλλάξει θωριά.

Στην άκρη του δωματίου ένα κακοσουλουπωμένο κρεβάτι. Στο παραθύρι μια δυσανάλογη κουρτίνα. Στο τοίχο δυο αρμαθεριές ξερές ντομάτες. Η κουρελού τσαλακωμένη. Ε, και λοιπόν;

Πόρτες παρατημένες με συρρικνωμένη τη λαδομπογιά. Πλάι σε κάδρο ο γέρος με τη μαυροφορεμένη τη γριά του. Οι τοίχοι με κάποιες χαραγματιές. Καρσί ο καθρέπτης απάνω στον πρασινισμένο απτην υγρασία σοβά. Ένα σοβά φτιαγμένο από λίγο ασβέστη, πολύ χώμα κι άχερα.

Κι εσύ θεατής σ’ετούτη την εγκατάλειψη, λες. «Η εκβιασμένη ευμάρεια έχει ξεφλουδίσει τη φτωχή αρχοντιά της εποχής εκείνης». Κάποτε σιωπάς. Κι ύστερα αφήνεις τις στιγμές να περνούν σαν τις στάλες που κυλούν απτο λιωμένο πάγο.


«Κι όμως, σκέπτεσαι τα ντουβάρια έχουν τη γλώσσα τους , ένα παλιό σεντούκι κι ένας στραβοπατημένος καναπές έχουν τη γλώσσα τους , ένα τσίγκινο πιάτο στο νεροχύτη κι ο σκελετός ενός στραπατσαρισμένου κιταπιού έχουν τη γλώσσα τους.

Κι όλα έχουν να σου ομολογήσουν με την σιωπή τους χίλια δυο για τον Γιάνναρο, το Γιωργή, την Ελέγκο, την Κυριακούλα, την Ανεζούλα.


Κι ο ξεναγός μου-δε θυμάμαι τ’όνομά του- δεν αφήνει λεφτό τις αφηγήσεις του. Λες και με μια ανάσα θέλει να ξεδιπλώσει όλη τη ζωή του με το νι και με το σίγμα.

«Πρί χαράξει ξυπνούσαμε. Οι πετεινοί μας ξυπνούσαν. Κι όλοι στρώναμε τα γαδούρια μας, φορτώναμε τα επειγούμενα , δέναμε πίσω τα ζα , κατσίκες, προβατίνες, αγελάδες, κι εμείς από πίσω. Ποδαρόδρομο εμείς. Οι περισσότεροι ξυπόλυτοι. Τραγούδια , φωνές, ραβαΐσι όλοι.Άντρες και γυναίκες. Στρώναμε το μισοτάχινο την πετσέτα καταγής . Καθόμαστε ανεκούρκουδα και τρώγαμε προμπόυκι.

Ψωμί, τυρί, ελιές, κρομμύδια και στην εποχή ντομάτες και ξυλάγγουρα. Μια γλύκα ήταν όλα».


Αυτά σου λέει ο γεροντάκος. Κι εσύ σκέπτεσαι. Έτσι είναι. Σήμερα όλα έχουν παραδοθεί στη μοίρα της μεταμφίεσης. Όλα. Δυστυχώς κι οι άνθρωποι.

Κατεβήκαμε το καλντιρίμι «Ευτυχώς τούτανά μας μείνανε. Οι πέτρες μονάχα οι πέτρες. Οι καμάρες , τα πλακόστρωτα , βλέπεις γιε μου ; Λες να ‘ρθουνε αργότερα κάποιοι ξαποδίτες να τα μασκαρέψουνε κι αυτά;»


Δεν του μίλησα. Τον ευχαρίστησα κι έφυγα. Πήρα βόλτα το χωριό κι είδα τα πλακόστρωτα, τα παραθύρια και τις πόρτες με τους παραστάτες και τα καλλιτεχνήματα υπέρθυρα. Στα χέρια μου η φωτογραφική μηχανή.


Έτσι τα είδε κι η Καλλιόπη. Όμως με το μάτι του καλλιτέχνη , που διψά για να απαθανατίσει κάτι. Εκείνη πήρε χαρτί, μολύβι, κάρβουνο, όποιο υλικό πίστευε πως θα αποδώσει πιο πιστά και ξαμολήθηκε στους δρόμους της τέχνης , για να μας δώσει αντίγραφα εικόνων εκείνης της εποχής. Που ο ρομαντισμός ήταν άρρηκτα δεμένος με τη ζωή.Το μάτι της Καλλιόπης παίζει ζερβόδεξα. Το μολύβι πρέπει να πιάσει κι εκεί που η σκιά έχει τσαλακώσει το φως. Να πιάσει τη δούλεψη π’άφησε πίσω του ο χτίστης , ο σιδηρουργός, ο καλλιτέχνης της πέτρας, ο αρχιτέκτονας, να πιάσει το λουλούδι της νοικοκυράς,τη σιδερόπορτα.

Η Καλλιόπη ξέρει να διαλέγει τα θέματα της. Ξέρει να δίνει φως εκεί που πρέπει. Τη σκιά όση πρέπει. Ε, λοιπόν , αυτό θα πει καλλιτέχνης.


Μέσα στα σωθικά του κάθε καλλιτέχνης κάτι σαλεύει όλες τις στιγμές της δημιουργίας. Κάτι σαν Θεός, σαν δαίμονας. Ο καλλιτέχνης ζει και κινείται μέσα σόλους μας. Σε κάποιους πιο δυναμικός, πιο σπουδαίος.


Και το ημερολόγιο πλουμίζει πιο πολύ η ποίηση της Ελένης.

Είναι εντυπωσιακοί οι στίχοι:


Μες στα Μεστά σα περπατάς, σε συνεπαίρνει ο χρόνος.

Αλλού πατάς κι αλλού κοιτάς. Ποτέ δεν είσαι μόνος.


Στο τρέμουλο του λυχναριού,στο χτύπημα τ’αργαλειού,

Στο παρακάθι του στενού, στο κλάμα ενός μικρού παιδιού.


Στο βαρύ βήμα του βρακά με λιόξυλο μπαστούνι,

που η καμιζόρα χαιρετά ακουμπώντας το καντούνι.


Τι να πω λοιπόν για την Καλλιόπη και την Ελένη!Ένα μεγάλο ευχαριστώ , που μου δώσαν την ευκαιρία να σας ταλαιπωρήσω λίγο!

Όσο για το ημερολόγιο. Δυο λέξεις μόνο. «Υπέροχη δουλειά».


Σας ευχαριστώ.

Γιάννης Κολλιάρος


Το ημερολόγιο "Μεστά" 2010-11 είναι διαθέσιμο προς πώληση στα καταστήματα:

1.Βιβλιοπωλείο Πυξίδα Απλωταριάς 34 Χίος και

2.Νεφέλη εργαστήρι χαρακτικής Μεστά Χίου